απροβίβαστος

απροβίβαστος
terfi edemeyen

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απροβίβαστος — η, ο (Μ ἀπροβίβαστος, ον) αυτός που δεν έχει προβιβαστεί, δεν έχει προαχθεί σε ανώτερη τάξη ή σε ανώτερο βαθμό νεοελλ. εκείνος που δεν παρέχει τη δυνατότητα προβιβασμού …   Dictionary of Greek

  • απροβίβαστος — η, ο αυτός που δεν προβιβάστηκε (σε ανώτερη τάξη, ανώτερο βαθμό κτλ.): Ο ανιψιός μου έμεινε εφέτος απροβίβαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”